Η επιβολή δασμών σε εισαγόμενα προϊόντα αποτελεί ζήτημα που απασχολεί τις ΗΠΑ για πολλές δεκαετίες, πράγμα που αναζωπυρώνεται κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ. Δασμοί είναι φόροι που επιβάλλονται σε εισαγόμενα αγαθά με στόχο την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και τη μείωση των εισαγωγών.
Στην προεκλογική του εκστρατεία για το 2024, ο Τραμπ λοιπόν υποσχέθηκε ότι θα αυξήσει τους δασμούς, με ποσοστά 10-20% σε όλα τα εισαγόμενα προϊόντα και 60-100% σε εκείνα που προέρχονται από την Κίνα. Αυτές οι ανατιμήσεις όμως ενδέχεται να επιφέρουν αυξήσεις τιμών σε πολλά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των καλλυντικών.
Η λογική πίσω από τους δασμούς είναι ότι η αύξηση των τιμών των εισαγόμενων αγαθών θα ενθαρρύνει τη ζήτηση εγχώριων προϊόντων, προωθώντας έτσι την αμερικανική παραγωγή. Ωστόσο, οι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι οι εγχώριες τιμές ενδέχεται να ακολουθήσουν την ίδια αυξητική πορεία, όπως συνέβη στην περίπτωση των πλυντηρίων, όταν οι τιμές των αμερικανικών προϊόντων αυξήθηκαν λόγω των δασμών.
Στον τομέα των καλλυντικών τώρα, οι αυξήσεις τιμών μπορεί να είναι αισθητές, καθώς προϊόντα που εισάγονται από την Ευρώπη ή την Κίνα θα παρουσιάσουν πολύ μεγάλες αυξήσεις, σύμφωνα με τους ειδικούς. Για παράδειγμα, μία ενυδατική κρέμα 60 δολαρίων μπορεί να φτάσει και τα 72 δολάρια. Επιπλέον, ακόμη και προϊόντα κατασκευασμένα στις ΗΠΑ ενδέχεται να επηρεαστούν από τις αυξήσεις των τιμών των εισαγόμενων πρώτων υλών και συσκευασιών.
Οι μικρές επιχειρήσεις στον τομέα των καλλυντικών, χωρίς την οικονομική δυνατότητα των μεγάλων εταιρειών, ενδέχεται να επηρεαστούν περισσότερο και να αυξήσουν τις τιμές, ή να μειώσουν την ποιότητα των προϊόντων τους. Οι μεγάλες εταιρείες από την άλλη ίσως αναδιοργανώσουν την αλυσίδα εφοδιασμού τους, ή συνεργαστούν με νέους προμηθευτές για να περιορίσουν το κόστος.
Όλα αυτά βέβαια θα έχουν αντίκτυπο στη ζήτηση. Ωστόσο, η αντίδραση των καταναλωτών θα εξαρτηθεί από την ευαισθησία τους στις τιμές, με κάποιους να αναζητούν ήδη πιο οικονομικές εναλλακτικές λύσεις.