Η συμμορία “Lo Lifes” δημιουργήθηκε στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του 1980, από την αγάπη της για την επωνυμία Ralph Lauren και τη χαρακτηριστική κουλτούρα του streetwear. Τα μέλη της συμμορίας, κυρίως νέοι από τις γειτονιές του Μπρούκλιν και του Μπρονξ, υιοθέτησαν ένα στυλ που συνδύαζε τη μόδα με τη νοοτροπία του δρόμου, δημιουργώντας μια μοναδική ταυτότητα.
Η βασική τους δραστηριότητα ήταν η κλοπή ρούχων Ralph Lauren από καταστήματα. Εκμεταλλεύονταν τη μεγάλη ζήτηση για τα προϊόντα της μάρκας και την περιορισμένη διαθεσιμότητα, προσπαθώντας να αποκτήσουν τα ακριβά ρούχα μέσω κλοπών. Η κουλτούρα του “lo-life” επηρεάστηκε από τη hip-hop σκηνή και τις κοινωνικές προκλήσεις της εποχής, με τα μέλη της συμμορίας να βλέπουν τη μόδα ως έναν τρόπο να εκφράσουν τη μοναδικότητά τους.
Oι Lo Lifes δημιούργησαν ένα ισχυρό δίκτυο μεταξύ τους, ανταγωνιζόμενοι ο ένας τον άλλον για το ποιος θα αποκτήσει τα πιο σπάνια κομμάτια. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα μέλη της συμμορίας δεν απλώς έκαναν κλοπές, αλλά αντάλλασσαν και πούλαγαν τα ρούχα μεταξύ τους, εκτινάσσοντας το brand στην κορυφή της αμερικανικής μόδας.
Παρά τις παράνομες ενέργειές τους, αναγνωρίστηκαν τελικά ως πρωτοπόροι στην προώθηση της κουλτούρας της μόδας, με πολλλα μέλη της συμμορίας να ασχολούνται πλέον σήμερα με την επιχειρηματικότητα.
Οι Lo Lifes χρησιμοποίησαν τη μόδα ως εργαλείο αντίστασης και αυτοεκτίμησης, προβάλλοντας μια εικόνα δύναμης και ταυτότητας σε μια κοινωνία που τους απέκλειε. Η αγάπη τους για τη Ralph Lauren δεν ήταν επιφανειακή, αλλά εξέφραζε μια επιθυμία να συμμετάσχουν σε μια κουλτούρα, που θεωρούταν προνόμιο της ανώτερης τάξης. Ήταν δηλαδή με έναν τρόπο οι “Ρομπέν των Δασών” της μόδας.
Σήμερα, οι Lo Lifes εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν τις συγκρούσεις μεταξύ πολιτισμικής κληρονομιάς και εμπορικών αξιών, τονίζοντας τις φυλετικές ανισότητες και τις κοινωνικές προκλήσεις, που παραμένουν επίκαιρες.